- λαικαστής
- λαικ-αστής, οῦ, ὁ,A wencher, Ar.Ach.79:—fem. [suff] λαικ-άστρια, strumpet, ib.529, 537, Pherecr. 149, Men.Pk.235:—also [suff] λαικ-άς, άδος, Aristaenet.2.16 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαικαστής — λαικαστής, ὁ (Α) [λαικάζω] πόρνος («ἡμεῑς δὲ λαικαστάς γε καὶ καταπύγονας», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
λαικαστής — wencher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικασταί — λαικαστής wencher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικαστριῶν — λαικαστής wencher fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάστρια — λαικαστής wencher fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάστριαι — λαικαστής wencher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικαστρίας — λαικαστρίᾱς , λαικαστής wencher fem acc pl λαικαστρίᾱς , λαικαστής wencher fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικαστάς — λαικαστά̱ς , λαικαστής wencher masc acc pl λαικαστά̱ς , λαικαστής wencher masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάστρι' — λαικάστρια , λαικαστής wencher fem nom/voc sg λαικάστριαι , λαικαστής wencher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)